φύξηλις

φύξηλις
φύξηλις, ιος and ιδος, , ,
A cowardly,

φύξηλιν ἐόντα Il.17.143

, cf. Nic.Al.472, Lyc.943.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • φύξηλις — cowardly fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φύξηλις — ήλιος και ήλιδος, ὁ, ἡ, Α φυγόμαχος, δειλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φυξ τής μηδενισμένης βαθμίδας του ρ. φεύγω* (πρβλ. το ριζικό όν. φύξ) + επίθημα ηλ ις (< επίθημα * ēl , πρβλ. ἀνθ ήλ η, χαμ ηλ ός + κατάλ. ίς). Για το ζεύγος φύξ ι ς: φύξ ηλ ις,… …   Dictionary of Greek

  • φυξήλιδας — φύξηλις cowardly fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυξήλιδος — φύξηλις cowardly fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φύξηλιν — φύξηλις cowardly fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”